ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ‘ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωϊνό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδας χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτές, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Κι’ ο πιο ταπεινός, έχανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας είταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.
Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν, έλεγαν με λίγα, χτυπητά, λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα. Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά : «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της… » Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται ατά κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.
Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιας περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενο της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική του αναξιοπρέπεια, ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Αλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χυτές κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των Ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβαθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.
Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα, στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές- χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.
Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του Έθνους , το φρόνηματου, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.
Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία : «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.
[…]
Στο σπίτι του Αλέξανδρου Κορυζή το τηλέφωνο κουδούνισε χαράματα, στις πέντε και τέταρτο. Πήρε το ακουστικό η κυρία Κορυζή άκουσε να της μιλάνε γαλλικά. Της είπαν ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας θέλει να ιδεί επειγόντως τον πρωθυπουργό. Η συνάντηση ορίστηκε για μισή ώρα αργότερα. Δεν είταν δύσκολο να μαντέψει κανένας το λόγο ενός διπλωματικού διαβήματος σε τόσο ασυνήθιστη ώρα. Ο Κορυζής ειδοποίησε αμέσως το βασιλέα, τους υπουργούς. Ο Έρμπαχ, που ήρθε την ορισμένη ώρα, χαιρέτησε τυπικά τον πρωθυπουργό και του δήλωσε πως την ίδια αυτή στιγμή, στο Βερολίνο, γινόταν επίδοση από τη Γερμανική Κυβέρνηση στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή ενός έγγραφου. Είταν μια διακοίνωση, που αντίγραφο της θα διάβαζε τώρα κι’ αυτός στον πρωθυπουργό.
Είταν μακρυά η διακοίνωση. Αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η γερμανική διπλωματία είχε κατορθώσει να συναρμολογήσει για δικαιολογία της ανανδρίας να χτυπηθεί στο πλευρό του ένας μικρός, μαχόμενος λαός. Είταν οι αιώνιες κατηγορίες: Πως είχε γίνει δεκτή από την Ελλάδα η αγγλική εγγύηση, πως είχαν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες υποχρεώσεις απέναντι της Αγγλίας κι’ ότι, παρ’ όλα αυτά και παρά τις άλλες, συγκεκριμένες ελληνικές ενέργειες που παρεβίαζαν την ουδετερότητα, η κυβέρνηση του Ράιχ είχε επιδείξει «υπέρμετρη υπομονή και μακροθυμία». Πως η Ιταλία «εξαναγκάστηκε» να δράσει στρατιωτικώς στην Ελλάδα, γιατί είχαν παραχωρηθεί ελληνικές βάσεις στο αγγλικό ναυτικό. Πως η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήσει στην Ελλάδα νέο κατά της Γερμανίας μέτωπο, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πως 200.000 αγγλικός στρατός είναι έτοιμος ν’ αναλάβει δράση στην Ελλάδα.
Και κατέληγε η διακοίνωση: «Δια τον λόγον τούτον η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματα της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
»Η κυβέρνησις του Ράιχ καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη καθ’ εαυτόν τον ελληνικόν λαόν. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγχασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρείσακτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Και έτσι είναι που, ξαφνικά, ένα πρωί του Απρίλη 1941, το μικρό ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά Δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή είταν πολύ μεγάλη, όλοι το ένιωσαν.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας είχε διακόψει την ταχτική μετάδοση της κυριακάτικης Λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Μεσολάβησε μια λιγόστιγμη σιωπή, εκατομμύρια κρατημένες ανάσες. Η είδηση είτανε πως στις πεντέμιση το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας , κλπ. Ο πρωθυπουργός είχε απαντήσει πως η Ελλάς θ’ αντισταθεί.
Το αντίθετο, θα είταν αυταδιάψευση. Δεν είχαμε απαντήσει «όχι» στους Ιταλούς επειδή πιστεύαμε πως θα τους νικούσαμε. Είχαμε απαντήσει έτσι γιατί αυτή είταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας. Πίστεψε άραγε κανένας, εκείνες τις στιγμές, στο ενδεχόμενο μιας νίκης ; Λογικά, όχι βέβαια. Στιγμές τέτοιες δεν μοιάζουν με τίποτα. Όταν η Ιταλία, τον περασμένο Οκτώβριο, είχε επιτεθεί, όλοι βαρούσαν πως ο αγώνας θα γίνει για την τιμή των όπλων και μόνο. Η ομορφιά εκείνης της ώρας δεν είταν η προσδοκία της νίκης, είταν η απόφαση για τέλος ταιριαστό. Η νίκη είχε έρθει από τον αποχαιρετισμό ακριβώς στη ζωή, από την απόφαση να κοπούν όλες οι γέφυρες που φέρνουν πίσω. Τώρα που η Γερμανία βροντούσε με ατσαλόφραχτη γροθιά την πόρτα της χώρας, κανένας δεν γελιόταν, η ώρα είταν πολύ δραματική για κομπασμούς. Κι’ όμως, ένας άνεμος τρελλής ελπίδας φύσηξε για μια στιγμή: —Που ξέρεις! Οι νίκες της Αλβανίας είταν ολοζώντανες, το Έθνος είχε αποκτήσει μια καινούργια επίγνωση γι’ αφανέρωτες δυνατότητές του, το θαύμα έμοιαζε χώρος οικείος… Ο επιπόλαιος παρατηρητής θα υποθέσει εδώ πως είταν υπερτίμηση φαντασμένη κι’ άκριτη. Λάθος. Είταν χαμογέλασμα φρεναπάτης. Η τραγική περηφάνεια έχει αντιδράσεις που μπορούν να ξεγελάσουν τον απρόσεκτο. Η λαϊκή συνείδηση, τον Απρίλη του 1941, αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα, πως αυτό θα τελειώσει, μήπως μαζί τελειώνει και η Ελληνική Ιστορία. Κανένας δεν ήξερε ό,τι ξέρουμε σήμερα: την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια, με τη Βουλγαρία στο πλευρό της, είταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές, έχουν βάρος αιώνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου